Monthly Archives: Ιουλίου 2018

ΤΕΥΧΟΣ #7 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2018

ITT07-EXOF_F-LOW

Κυκλοφόρησε το έβδομο τεύχος του περιοδικού Ιστορία της τέχνης (καλοκαίρι 2018). Πρόκειται για το μοναδικό στη χώρα μας περιοδικό ακαδημαϊκού και ερευνητικού προσανατολισμού με εξειδίκευση στην ιστορία και τη θεωρία της τέχνης από την Αναγέννηση έως τις μέρες μας. Το περιοδικό, ένα πεδίο ανεξάρτητου επιστημονικού διαλόγου, απευθύνεται ταυτοχρόνως και στο συνεχώς αυξανόμενο κοινό των φιλότεχνων, στους φοιτητές, στους καλλιτέχνες, στους συλλέκτες, στους επαγγελματίες του χώρου (επιμελητές μουσείων, χώρων τέχνης, πολιτιστικών φορέων και ιδρυμάτων) και γενικότερα σε όλους εκείνους που επιθυμούν να προσεγγίσουν τα καλλιτεχνικά φαινόμενα με έναν έγκυρο και ουσιαστικό τρόπο αλλά και να ενημερωθούν κριτικά για τις νέες εκδόσεις, τις επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τις εκθέσεις και τα συνέδρια που πραγματοποιούνται εντός και εκτός Ελλάδας.

Στο τεύχος #7 (Ιούλιος 2018) περιλαμβάνεται καταρχάς ένα θεματικό αφιέρωμα στην εικόνα ως έννοια της ιστορίας και της θεωρίας της τέχνης. Σε αυτό το πλαίσιο μεταφράζονται κείμενα του Hans Belting και του David Freedberg, που προσεγγίζουν ορισμένες από τις πλέον σημαίνουσες όψεις του ζητήματος της αντιμετώπισης της εικόνας από την πλευρά της θεωρίας, της ιστορίας και της μεθοδολογίας της ιστορίας της τέχνης. Δημοσιεύονται επίσης και πρωτότυπα ελληνόγλωσσα άρθρα τα οποία αφορούν από τη μια την ιστοριογραφία του θέματος και από την άλλη τη λειτουργία της εικόνας στη σύγχρονη τέχνη.

Στο παρόν τεύχος επίσης, σε συνέχεια των δημοσιεύσεων πηγών και τεκμηρίων που αφορούν τις πρώιμες βιογραφίες των σημαντικών καλλιτεχνών της δυτικής παράδοσης, παρουσιάζονται τα προοίμια στις τέχνες του σχεδίου από τις μνημειώδεις Vite (1550, 1568) του Giorgio Vasari, o Bίος του Caravaggio από τον Giovanni Baglione (1642) και από τον Giovan Pietro Bellori (1672) καθώς και ο Βίος των αδελφών Ian και Hubrecht van Eyck (1604), από το Βιβλίο των ζωγράφων του επονομαζόμενου «ολλανδού Βαζάρι», Karel van Mander.

Στο ίδιο τεύχος περιλαμβάνεται επίσης η Εισήγηση του Αντρέι Ζντάνoφ στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων (1934) η οποία αποτελεί το ιδρυτικό κείμενο του «αισθητικού» δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Φυσικά, η κριτική αποτίμηση σημαντικών εκθέσεων (μεταξύ άλλων ένα εκτενές κριτικό δοκίμιο για την πολυσυζητημένη documenta 14 που παρουσιάσθηκε στην Αθήνα και το Κάσελ) και η βιβλιοκριτική (μεταξύ άλλων οι πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις του σημαντικότερου πονήματος του Maurice Merleau-Ponty Η φαινομενολογία της αντίληψης και του κλασικού έργου του Erwin Panofsky, Γοτθική αρχιτεκτονική και σχολαστικισμός καθώς και οι ιστορικές μεταφράσεις στα ελληνικά γραπτών των Λεονάρντο ντα Βίντσι ‒ Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι ‒ Αντρέα Πότσο από τον Παναγιώτη Δοξαρά, σε επιμέλεια Παναγιώτη Ιωάννου) αποτελούν, σε ιδιαίτερη έκταση και αυτή τη φορά, ένα από τα πλέον σημαντικά τμήματα του περιοδικού.

Τη διεύθυνση του περιοδικού έχει ο Νίκος Δασκαλοθανάσης, καθηγητής ιστορίας της τέχνης στην ΑΣΚΤ ενώ Συνεργάτες Σύνταξης είναι ο Παναγιώτης Ιωάννου, αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και η Άννυ Μάλαμα, επιμελήτρια του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.

[*EDITORIAL #7]

ITT07-EXOF_F-LOW

Φιοντόρ Σουρπίν, Πρωινό στην πατρίδα μας, 1946-1948, λάδι σε καμβά, 232 x 167 εκ., Κρατική Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα

EDITORIAL #7

Περιοδικό

Ιστορία της Τέχνης

Στο παρόν τεύχος μπορεί να διαπιστωθεί μια μικρή καινοτομία: μετά από πέντε χρόνια κυκλοφορίας, κρίναμε ότι το περιοδικό μπορεί να προχωρήσει σε ένα θεματικό αφιέρωμα, εδώ επιλέχτηκε η εικόνα ως έννοια της ιστορίας και της θεωρίας της τέχνης.

Τα αφιερώματα είναι πάντοτε κάπως ριψοκίνδυνα. Κατά πρώτον πρέπει να βεβαιωθεί κανείς ότι στοχεύουν σωστά, ότι δηλαδή έχει επιλεγεί ένα ζήτημα αιχμής. Κατά δεύτερο, ότι θίγονται κάποιες ουσιαστικές, και όχι κάποιες δευτερεύουσες πλευρές του θέματος. Το δεύτερο ας το κρίνει ο αναγνώστης. Ας προστεθεί μόνο ότι η απουσία εξειδίκευσης στην Ελλάδα σε ζητήματα θεωρίας της ιστορίας της τέχνης κατέστησε αναγκαία την προσφυγή και σε μεταφράσεις. Ανεξαρτήτως του εάν συμφωνεί κανείς με τις θέσεις του Hans Belting ή του David Freedberg θεωρούμε ότι τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ προσεγγίζουν ορισμένες σημαίνουσες όψεις του ζητήματος από την πλευρά της θεωρίας, της ιστορίας και της μεθοδολογίας της ιστορίας της τέχνης. Άμεσα συσχετιζόμενο είναι και το κείμενο του Horst Bredekamp «Μια παραμελημένη παράδοση; Η ιστορία της τέχνης ως Bildwissenschaft» που έχει δημοσιευθεί σε προηγούμενο τεύχος του περιοδικού[1]. Σίγουρα για το ζήτημα έχει συσσωρευτεί ήδη μια ογκώδης πολύγλωσση βιβλιογραφία Θεωρούμε ωστόσο ότι και με τα πρωτότυπα ελληνόγλωσσα κείμενα που δημοσιεύουμε εδώ ‒το ένα για την ιστοριογραφία και τη θεωρία του ζητήματος, το έτερο για τη λειτουργία της εικόνας στη σύγχρονη τέχνη‒ ολοκληρώνεται προς το παρόν ένα πρώτο corpus.

Σε ό,τι αφορά τώρα την ορθή στόχευση ας παρασχεθούν κάποιες διευκρινήσεις. Με τον όρο εικόνα νοούνται εδώ οι πάσης φύσεως ‒θρησκευτικές ή μη‒ αναπαραστάσεις που συνδέονται με τις εικαστικές τέχνες, έτσι όμως όπως γίνονται αντιληπτές τις τελευταίες δεκαετίες από αρκετούς ιστορικούς τέχνης, δηλαδή ως μια διευρυμένη περιοχή η οποία περιλαμβάνει και έργα με μη καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Εικόνες δηλαδή θα θεωρηθούν εδώ οι καλλιτεχνικές αλλά, ορισμένες φορές, και οι μη καλλιτεχνικές οπτικές αναπαραστάσεις (τα «λιγότερο» οπτικά έργα της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής ή άλλων μεικτών τύπων έκφρασης δεν θα χρησιμοποιηθούν παρά μόνο παρεμπιπτόντως ως παραδείγματα). Κριτήριο για τον ορισμό της εικόνας είναι τόσο η αναπαραστατική της ικανότητα όσο και το υλικό υπόστρωμα επί του οποίου αποτυπώνεται (το ξύλο, ο καμβάς, το χαρτί, ακόμη και η κυτταρινοειδής ταινία ή η οθόνη). Τα όρια βεβαίως μια τέτοιας διεύρυνσης είναι σήμερα φλέγον ζήτημα για την ιστορία της τέχνης, ζήτημα το οποίο συνδέεται ευθέως με το ίδιο της το επιστημολογικό καθεστώς. Η ιστορία της τέχνης θα παραμείνει άραγε ένας επιστημονικός κλάδος που θα μελετά τα έργα τέχνης ή θα μετατραπεί ‒έχει άραγε ήδη μετατραπεί;‒ σε μια ιστορική, ίσως και ανθρωπολογική, επιστήμη των εικόνων;

Καθώς η αναζήτηση των ορίων της ιστορίας της τέχνης είναι εδώ καίριας σημασίας, το θέμα δεν θα προσεγγιστεί από την πλευρά των οπτικών ή των πολιτιστικών σπουδών, δεν θα μας απασχολήσουν δηλαδή ούτε διαδικασίες λογοκρισίας (για παράδειγμα αποκαθηλώσεις ηθικά επιλήψιμων αναπαραστάσεων) ούτε ζητήματα επίθεσης κατά συμβόλων (ως αντίδραση σε έκπτωτα πολιτικά καθεστώτα ‒ από την έκρηξη της γαλλικής επανάστασης έως την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, για να παραπέμψουμε στα πιο γνωστά παραδείγματα). Φυσικά και αυτά τα ζητήματα υποφώσκουν αναπόφευκτα σε κάθε σχετική συζήτηση. Η προσοχή μας ωστόσο θα εστιαστεί κυρίως στη λειτουργία των εικόνων ‒και στη θεωρία που τις αφορά‒ ως υλικού για την παραγωγή συμπερασμάτων που συνδέονται με την ιστοριογραφική παράδοση την οποία έχει συγκροτήσει η ιστορία της τέχνης σε συνδυασμό, αναπόφευκτα, και με άλλα επιστημονικά πεδία. Ακριβώς επειδή το ζήτημα της χρήσης των εικόνων από την ιστορία της τέχνης είναι εδώ το κεντρικό ζητούμενο, δεν θα παρακαμφθούν ούτε τα μεγάλα ιστορικά παραδείγματα των νεότερων χρόνων που συνδέθηκαν με τη χρήση της εικόνας σε ένα φορτισμένο πολιτικό και θρησκευτικό περιβάλλον ‒το κεντρικό παράδειγμα αφορά εδώ την εικονομαχία στις ισπανοκρατούμενες Κάτω Χώρες τον 16ο αιώνα‒ ούτε η σημερινή λειτουργία της εικόνας στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής παραγωγής. Υπό αυτή την πολλαπλή, αλλά, ταυτοχρόνως, συγκεκριμένη οπτική τα κείμενα που ακολουθούν ελπίζουμε ότι θα δώσουν το έναυσμα για έναν γόνιμο στοχασμό γύρω από το σημερινό καθεστώς της ιστορίας της τέχνης, για να παραφράσουμε ελαφρώς τον Argan, ως δυτικής επιστήμης[2].

 

Νίκος Δασκαλοθανάσης

[1] Ιστορία της τέχνης, 5, καλοκαίρι 2016, σσ. 100-111 (μτφρ. Ίλια Μοττάκη).

[2] Και μια οφειλόμενη διόρθωση. Στο #6, από το κείμενο της Δέσποινας Τσούργιαννη με τίτλο «’Η φιλαρέσκεια απεπνίγη διά να εξαρθή η τέχνη’: οι αυτοπροσωπογραφίες της Θάλειας Φλωρά Καραβία» εκ παραδρομής δεν απαλείφθηκαν οι παραπομπές σε τρεις εικόνες [εικ. 8, εικ. 9, εικ.10] που δεν συμπεριελήφθησαν τελικώς ώστε να υπάρξει νέα αρίθμηση για τις τρεις επόμενες. Η παραδρομή αυτή δεν επηρεάζει (με εξαίρεση την παραπομπή μετά την εικόνα 7 απευθείας στην εικόνα 11) την ανάγνωση του κειμένου.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ #7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ #7

Περιοδικό

Ιστορία της Τέχνης

 

CORPUS *Ιστορία της τέχνης και θεωρία της εικόνας

 

Λία Γυιόκα, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας και θεωρίας της τέχνης, ΑΠΘ

«Σημειώσεις για την Bildwissenschaft»

Hans Belting, ομότιμος καθηγητής ιστορίας της τέχνης και θεωρίας των μέσων, Hochschule für Gestaltung Karlsruhe

«Προς μια ανθρωπολογία της εικόνας»

Μετάφραση: Μαριάννα Καράλη, υποψήφια διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

David Freedberg, καθηγητής ιστορίας της τέχνης και διευθυντής της Italian Academy for Advanced Studies in America, Columbia University

«Τέχνη και εικονομαχία, 1525-1580: η περίπτωση των Βορείων Κάτω Χωρών»

Μετάφραση: Γιάννης Καραδήμας, Άλκηστις Κοντοπούλου, Σοφία Χρυσαφοπούλου, μεταπτυχιακοί φοιτητές ιστορίας της τέχνης, ΑΣΚΤ

Ελπίδα Καραμπά, διδάσκουσα ιστορίας της τέχνης, ΑΣΚΤ

«Το μουσείο ως πεδίο μάχης και άλλες ιστορίες για την εικόνα»

 

ΠΗΓΕΣ / ΤΕΚΜΗΡΙΑ [Σε αυτό το τμήμα του περιοδικού δημοσιεύονται γραπτά τεκμήρια, εκδομένα ή ανέκδοτα, που υπέχουν θέση πρωτότυπης πηγής για την ιστορία της τέχνης. Εδώ θα περιλαμβάνεται λοιπόν ενδεικτικά «από τη μια, ένα παλαιότερο σώμα κειμένων περί τέχνης όπως τεχνικές οδηγίες για καλλιτέχνες, εγχειρίδια και οδηγούς για ειδήμονες, βιογραφίες καλλιτεχνών και κείμενα θεωρίας της τέχνης πριν από τη συγκρότηση μιας επιστημονικής ιστορίας της τέχνης [Kunstwissenschaft] και, από την άλλη, νεότερα περί τέχνης γραπτά, στο μέτρο που δεν διεκδικούν επιστημονικο-ακαδημαϊκό καθεστώς» [1] . Τα δημοσιευμένα τεκμήρια –όταν είναι ξενόγλωσσα– παρουσιάζονται σε ελληνική απόδοση ενώ τα αδημοσίευτα μεταγράφονται ή/και μεταφράζονται. Η δημοσίευση ή/και η μετάφραση των τεκμηρίων πραγματοποιείται με την ευθύνη της Σύνταξης, συνοδεύεται από σύντομη εισαγωγή και, όταν κρίνεται απαραίτητο, από πραγματολογικές παρατηρήσεις. Ο στόχος της δημοσίευσης των πηγών και των τεκμηρίων είναι διττός: από τη μια συλλέγεται ένα σώμα κειμένων χρήσιμων για την έρευνα ή τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης και από την άλλη δίνεται ένα έναυσμα για την ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος γύρω από ζητήματα που τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον στη χώρα μας, δεν έχουν επαρκώς συζητηθεί.]

  1. E. H. Gombrich, “Kunstliteratur” στο Atlantisbuch der Kunst: eine Enzyklopädie der bildendenKünste, Ζυρίχη, Atlantis Verlag, 1952, σσ. 665-679, αγγλ. μτφρ. Max Marmor, “The literature of art”, Art Documentation, 11, (1), Άνοιξη 1992, σσ. 3-8, το παράθεμα σ. 3.

 

Giorgio Vasari Οι Βίοι του Giorgio Vasari. Εισαγωγή στις τρεις τέχνες του σχεδίου: αρχιτεκτονική (1550, 1568)

Μετάφραση: Παναγιώτης Ιωάννου

Giovanni Baglione O Bίος του Michelangelo da Caravaggio, ζωγράφου (1642)

Μετάφραση: Παναγιώτης Λαγός, υποψήφιος διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Giovan Pietro Bellori Ο Bίος του Michelangelo Merigi da Caravaggio, ζωγράφου (1672)

Μετάφραση: Ειρήνη Κάμπρα, μεταπτυχιακή φοιτήτρια ιστορίας της τέχνης, ΑΣΚΤ

Karel van Mander Το Βιβλίο των ζωγράφων: αφιέρωση του συγγραφέα

O Βίος των αδελφών Ian και Hubrecht van Eyck, ζωγράφων από το Μαεσάικ (1604)

Μετάφραση από τα ολλανδικά: Μίνα Καρατζά, μεταπτυχιακή φοιτήτρια ιστορίας της τέχνης, ΑΣΚΤ

Αντρέι Ζντάνoφ Εισήγηση στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων (1934)

Μετάφραση από τα ρωσικά: Άντα Διάλλα, αναπληρώτρια καθηγήτρια ευρωπαϊκής ιστορίας, ΑΣΚΤ

Μεταγραφή-διορθώσεις: Ξένια Μαρλίτση, μεταπτυχιακή φοιτήτρια ιστορίας της τέχνης, ΑΣΚΤ

 

 

ΒΙΒΛΙΑ

Σύλβια Σολακίδη, υποψήφια διδάκτωρ, Centre for Performance Philosophy, University of Surrey

Maurice MerleauPonty, Η φαινομενολογία της αντίληψης

Κωνσταντίνος Βασιλείου, διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης, Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne

Erwin Panofsky, Γοτθική αρχιτεκτονική και σχολαστικισμός

Ευγενία Δρακοπούλου, διευθύντρια ερευνών βυζαντινής και νεώτερης αρχαιολογίας και τέχνης, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

Λεονάρντο ντα Βίντσι ‒ Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι ‒ Αντρέα Πότσο, Διά την Ζωγραφίαν: οι πρώτες μεταφράσεις κειμένων τέχνης από τον Παναγιώτη Δοξαρά

Άννυ Μάλαμα

Κώστας Τσιαμπάος, Αμφίθυμη νεωτερικότητα. 9 + 1 κείμενα για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική

Μαρία-Κυβέλη Μαυροκορδοπούλου, υποψήφια διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης, Centre Georg Simmel, École des hautes études en sciences sociales

Χάρης Σαββόπουλος, Η τέχνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο / 1940-1960

Νίκος Καζέρος

Ανδρέας Γιακουμακάτος (επιμ.), Ελληνική αρχιτεκτονική στον 20ό και 21ο αιώνα: ιστορία – θεωρία – κριτική

 

ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Σωτήρης Μπαχτσετζής, επίκουρος καθηγητής ιστορίας της τέχνης, Deree ‒ The American College of Greece

documenta14: LEARNING FROM ATHENS

Αθήνα – Κάσελ

8 Απριλίου – 17 Σεπτεμβρίου 2017

 

Σπύρος Πετριτάκης, υποψήφιος διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Η πάλη των φύλων: από τον Franz von Stuck στη Frida Kahlo

[GESCHLECHTERKAMPF. FRANZ VON STUCK BIS FRIDA KAHLO]

Städel Museum, Φρανκφούρτη επί του Μάιν

24 Νοεμβρίου – 19 Μαρτίου 2017

 

Χριστόφορος Μαρίνος, υποψήφιος διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ: 1950-1974

Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων 

24 Ιανουαρίου – 12 Μαρτίου 2017

 

 

© κειμένων: εκδόσεις futura / οι συγγραφείς

Με εξαίρεση τη χρήση αποσπασμάτων υπό την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς της πηγής, δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση/αναπαραγωγή οποιουδήποτε τμήματος του περιοδικού χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.      

 

 

[*Corpus; abstracts #7]

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ #7

Περιοδικό

Ιστορία της Τέχνης

Corpus

Λία Γυιόκα

Σημειώσεις για την Bildwissenschaft

Έχουμε ανάγκη μια θεωρία της Bildwissenschaft ή τις ποικίλες μεθοδολογικές εφαρμογές των επιστημών της εικόνας (ή των εικόνων); Πώς τίθεται σήμερα το ερώτημα αυτό σε συνάρτηση προς τη μελέτη των εικόνων της επιστήμης, της εικόνας ως κοσμοειδώλου της κάθε επιμέρους επιστήμης, καθώς και ως κύριου μέσου της επιστημονικής σκέψης και πράξης; Πώς θα περιγράφαμε μία δυνητικά κριτική επιστήμη των εικόνων; Το άρθρο συζητά ορισμένες προσωρινές απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα.

 

Η Λία Γυιόκα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης και του Πολιτισμού στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα τρέχοντα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία της μοντέρνας τέχνης, ελληνικής και ευρωπαϊκής, την ιστορία της ζωγραφικής του 19ου αιώνα, την ιστορία των κόμικς, τη σχέση τεχνοεπιστήμης και τέχνης, την κριτική θεωρία και τις ιστορικές χρήσεις της σημειωτικής. [liayoka@hotmail.com]

 

Ελπίδα Καραμπά

Το μουσείο ως πεδίο μάχης και άλλες ιστορίες για την εικόνα

Το άρθρο επικεντρώνεται στη συζήτηση σχετικά με την οφθαλμοκεντρική (ocularcentric) δυτική κουλτούρα η οποία έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το πεδίο της τέχνης αλλά και γενικότερα τα πεδία των ανθρωπιστικών σπουδών και των επιστημών. Η ακόρεστη όρεξη για εικόνες και για οπτικές μορφές γνώσης αποτελούν ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, ειδικά στη σημερινή συνθήκη που η εικόνα πλεονάζει και τα υποκείμενα είναι βυθισμένα στην ανακύκλωση απειράριθμων εικόνων μέσα από το διαδίκτυο, τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, τις βάσεις δεδομένων και κάθε λογιών κανάλια ροής εικόνων, που περιγράφεται ως η νέα συνθήκη του κυκλοφορισμού (circulationism). Στο άρθρο εξετάζονται παραδειγματικά περιπτώσεις των καλλιτεχνών Allan Sekula, Ursula Biemann, Atlas Group, Santiago Sierra, Hito Steyerl κ.α. Οι πρακτικές που παρουσιάζονται διαγράφουν μια πορεία της εικόνας από την πολιτική της αναπαράστασης και της αντιπροσώπευσης προς την πολιτική της γνώσης. Πρόκειται για μετάβαση που συνδέθηκε με τις κρίσεις της ύστερης παγκοσμιοποίησης και συνέβαλε στην πρόκριση καλλιτεχνικών μεθόδων στις οποίες η κουλτούρα, η πολιτική και η οικονομία διαπλέκονται με ιδιαίτερη ένταση. Παρότι οι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται εφαρμόζουν διαφορετικές μεθοδολογίες, οι οποίες άλλες φορές συμπληρώνουν η μια την άλλη, προτείνοντας «διαφοροποιητικούς μηχανισμούς» καλλιτεχνικής παραγωγής και θεωρητικής ανάλυσης και άλλες φορές αντικρούονται, υπάρχει μεταξύ τους μια σύγκλιση. Σε αυτές τις καλλιτεχνικές κατασκευές η εικόνα και το μουσείο νοούνται ως πεδία μάχης και δράσης που συστρέφουν τις εξωτερικές κοινωνικές διεργασίες επιχειρώντας μια ανασύνταξη του έσω, της αυτονομίας και του έξω, της κοινωνικής δέσμευσης και των σχέσεων παραγωγής του έργου τέχνης. Σε αυτή τη συστροφή προκαλούνται τα παραδοσιακά δημοκρατικά ιδεώδη και ανοίγει χώρος για πιο ριζοσπαστικά δημοκρατικά προτάγματα. Στις πρακτικές οι οποίες ενδεικτικά αναφέρονται στο κείμενο ενεργοποιείται ένα (καλλιτεχνικό και όχι μόνο) πεδίο θεωρίας και πράξης, το οποίο δεν αρκείται στον μερισμό του αισθητού. Ένα πεδίο όπου, επίσης, οι ανορθολογικές επιθυμίες κινητοποιούνται και διαπλέκονται μεταξύ τους και οι αντιφατικές θέσεις αποκαλύπτονται και συγκρούονται.

 

Η Ελπίδα Καραμπά είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών. Ο τίτλος της διατριβής της είναι «Τέχνη Αρχείου από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Από την τέχνη θεσμικής κριτικής σε μια ριζοσπαστική θεσμίζουσα πρακτική». Ειδικεύεται στη σχέση της τέχνης με συστήματα γνώσης και έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την τέχνη αρχείου και την τέχνη στο δημόσιο χώρο. Το 2014 ίδρυσε την Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών (ΠΑΤ), ένα υβρίδιο καλλιτεχνικής, επιμελητικής και θεωρητικής πρακτικής που αναπτύσσει μια πειραματική παρα-θεσμική δραστηριότητα. Παρακλάδι της ΠΑΤ είναι το Σωματείο Εργαζομένων στον Πολιτισμό (ΣΕΠ), ένας οργανισμός που ασχολείται με τη μελέτη, την ανάλυση, την προώθηση και τη στήριξη των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων στον πολιτισμό. Αυτή την περίοδο διδάσκει θεωρία και κριτική της αρχιτεκτονικής και της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ιστορία της σύγχρονης τέχνη στην ΑΣΚΤ ενώ συνεργάζεται ως επιμελήτρια με το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (ΙΣΕΤ) και είναι υπεύθυνη της σειράς Δικαίωμα Αρχείου. [elpidakaraba@gmail.com]

*Μερικές σκέψεις με αφορμή τις εργασίες του συνεδρίου #MuseumNext (Λονδίνο, 18-20/06/2018)

«[…] Το μουσείο είναι ένας θεσμός που συλλέγει, καταγράφει, συντηρεί, εκθέτει και ερμηνεύει υλικές μαρτυρίες και σχετιζόμενα δεδομένα προς δημόσιο όφελος».[https://www.museumsassociation.org/about/frequently-asked-questions]

RoyalGeographicalSociety_MuseumNext

To MuseumNext, συνεδριακή πλατφόρμα με αντικείμενο ενδιαφέροντος τον κόσμο των μουσείων και τις πρακτικές που υιοθετούνται από όσους εργάζονται σε αυτά ή δραστηριοποιούνται (επαγγελματικά κατά κύριο λόγο) στο ευρύτερο πεδίο του πολιτισμού, ολοκλήρωσε πριν λίγες μέρες τον κύκλο των εργασιών του στο Λονδίνο. Είχε προηγηθεί ένα αντίστοιχο τριήμερο στο Μπρισμπέιν τον Μάρτιο του 2018 ενώ πρόκειται να ακολουθήσουν άλλοι δύο κύκλοι σχετικών συνεδριακών εργασιών για το MuseumNext εντός του έτους, με προσαρμοσμένες θεματικές και διαφορετικούς ομιλητές, στο Άμστερνταμ και στη Νέα Υόρκη.

Πρόκειται για ένα συνέδριο που κατά κύριο λόγο εστιάζει στην παρουσίαση “hands on” παραδειγμάτων μουσειακών (κατά κανόνα) πρακτικών ανά τον κόσμο, οργανωμένων γύρω από εντελώς χαλαρές θεματικές – για παράδειγμα, ο θεματικός τίτλος των εργασιών του Λονδίνου ήταν “Disruptions” (δεν μπορώ ωστόσο με βεβαιότητα να πω ότι αντιλήφθηκα πώς αυτός σχετιζόταν εντέλει με τις περισσότερες παρουσιάσεις). Στην πραγματικότητα βέβαια, είναι το ίδιο το συνέδριο που, κατά την άποψή μου, συγκροτεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και παραδειγματική μελέτη περίπτωσης σε σχέση τόσο με ό,τι αφορά στενά το πεδίο της «βιομηχανίας» διοργάνωσης συνεδρίων, εντός και εκτός Βρετανίας, όσο και αναφορικά με τις τρέχουσες τάσεις, τις υπό διαμόρφωση προτεραιότητες και τις διαφορετικές εκφάνσεις της πολιτιστικής βιομηχανίας ευρύτερα.

Μετρώντας ήδη δέκα χρόνια δραστηριότητας, το MuseumNext προέκυψε από τη συνεργασία των Jim Richardson και Nina Simon. Για τον πρώτο η συγκεκριμένη συνεδριακή πλατφόρμα αποτελεί πεδίο αποκλειστικής επαγγελματικής απασχόλησης, σε συνδυσμό με τη δραστηριοποίησή του στο πεδίο της συμβουλευτικής μουσειακών οργανισμών ή εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας. Η Simon από την άλλη (με πτυχίο ηλεκτρολόγου μηχανικού και μαθηματικών) είναι η επιτυχημένη διευθύντρια του Santa Cruz Museum of Art and History (MAH), ενεργή και επιδραστική blogger επίσης, με αντικείμενο τόσο της ερευνητικής/συγγραφικής της δραστηριότητας όσο και της στενά επαγγελματικής της πρακτικής, το θέμα της συμμετοχικότητας, με έμφαση στα μουσεία. Αν, όπως παραπάνω ανέφερα, είναι δύσκολο ενδεχομένως να αντιστοιχίσει κανείς τις ομιλίες κάθε διοργάνωσης του MuseumNext με τις επιμέρους προτεινόμενες θεματικές τους, μπορεί σίγουρα σταθερά να αναγνωρίσει την επίδραση της συμμετοχικότητας, της «ιδέας-ομπρέλας» δηλαδή, όπως προτάθηκε και συζητήθηκε ήδη από το 2010 στο βιβλίο της Simon, The Participatory Museum.

Στην ίδια αυτή βάση της ιδέας της συμμετοχικότητας εξάλλου εδράζεται και τις ίδιες λίγο-πολύ ιδέες εξελίσσει, και το νέο της project, μια διεθνής πρωτοβουλία με τίτλο OFBYFOR ALL, το οποίο απευθύνεται σε μουσειακούς και άλλους κοινωφελούς χαρακτήρα οργανισμούς. Η παρουσίασή του άνοιξε το διήμερο των παρουσιάσεων του MuseumNext, με την έμπειρη και άνετη Simon ως keynote ομιλήτρια. Αυτή τη φορά η Simon μίλησε για μια διεθνή πρωτοβουλία, ένα διεθνές κίνημα συμμετοχικότητας με κοινά προτεινόμενα εργαλεία που θα επιτύχουν να συνδέσουν τα μουσεία με τις κοινότητες (museums of, by, and for all), αναφερόμενη ακριβώς σε παραδείγματα από την δεξαμενή δράσεων του Santa Cruz Museum of Art and History.

Την ιδέα της συμμετοχικότητας έθιξαν την ίδια ημέρα αρκετές ακόμη παρουσιάσεις – διαφορετικές οπτικές, ενθουσιώδεις ομιλητές. Θα σταθώ σε εκείνη που μου φάνηκε η πιο ενδιαφέρουσα αλλά και η ειλικρινέστερη ίσως –η εισηγήτρια της ιδέας εξήγησε μάλιστα ότι κάνει και δεύτερη δουλειά για να καταφέρει να την υποστηρίξει. Σε μια δύσκολη για μια μαύρη νεαρή γυναίκα πόλη, όπως μέχρι σήμερα παραμένει η Ατλάντα, η Nedra Deadwyler παρουσίασε το εγχείρημά της, την ομάδα δηλαδή που συγκρότησε και με την οποία διοργανώνει διαδρομές με ποδήλατο στην πόλη της, επικεντρώνοντας αφενός στα μνημεία και τα δημόσια κτήρια που αφηγούνται την ιστορία του αστικού τοπίου και επιδιώκοντας αφετέρου να μετατοπίσει την συζήτηση σε σημεία περισσότερο “άβολα”, τα οποία η συλλογική μνήμη δεν έχει αφομοιώσει με ανάλογο τρόπο. Η ομάδα της, οι Civic Bikes, επιχειρούν να δημιουργήσουν και να τονώσουν ένα διαφορετικό αίσθημα συλλογικότητας ενώ επιλέγουν να λειτουργήσουν ως βήμα, κατά τη διάρκεια των διαδρομών τους, εκείνων ακριβώς των αφηγήσεων που έμειναν αγνοημένες και παραγκωνισμένες, και οι οποίες για συγκεκριμένους ιστορικούς, πολιτικούς λόγους, δεν είχαν μέχρι σήμερα τις ίδιες ευκαιρίες να ακουστούν, πόσο δε μάλλον να επικρατήσουν.

Ενδιαφέρουσα επίσης, σε εργαλειακό επίπεδο, ως προς τις συνταγές συμπράξεων και τις πιθανές γέφυρες συνεργασίας που πρότεινε μεταξύ των μουσείων και των διαφορετικών κοινοτήτων/συλλογικοτήτων της πόλης, είτε αυτές δραστηριοποιούνται στον τομέα του πολιτισμού είτε όχι, ήταν και η παρουσίαση του μουσείου της πόλης του Τορόντο. Ένα «μουσείο χωρίς τοίχους», το Myseum of Toronto επιδιώκει να συναντήσει τους επισκέπτες-συνεργάτες του πριν εκείνοι το επισκεφτούν στο δικό τους πεδίο δράσης.

Αν και ομολογουμένως με μεγάλο ενδιαφέρον περίμενα να ακούσω την παρουσίαση των εκπροσώπων της επιμελητικής ομάδας της έκθεσης “The Past is Now”, με τίτλο “Decolonizing Display”, απογοητεύτηκα. Το εγχείρημά τους ήταν σίγουρα προκλητικό: η έκθεση έλαβε χώρα στο Birmingham Museum (Οκτώβριος 2017-Ιούνιος 2018) και επιχείρησε να παρουσιάσει την ιστορία του Birmingham κριτικά, μέσω της ιστορίας (και των θηριωδιών) της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως αποικιοκρατικής υπερδύναμης. Συζητήθηκε εκτενώς από τον Βρετανικό Τύπο και γι’ αυτήν συνεργάστηκε μια επιμελητική ομάδα αποτελούμενη από ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στην BAME (Black and Minorities Ethnic) κοινότητα, όλοι τους με ειδικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό.

Τί βρήκα απογοητευτικό: να μη γίνεται αντιληπτό, να μην σχολιάζεται, να μην αναφέρεται καν, έστω στο επίπεδο μιας επιπόλαιης νύξης, ότι η όποια αποπεριθωριοποίηση ή η υιοθέτηση μιας υποτιθέμενης «πολυκεντρικής» οπτικής και μιας προοδευτικής φρασεολογίας, στο πλαίσιο ειδικά μιας μεγάλης κλίμακας έκθεσης όπως αυτή του Birmingham Museum, σήμερα, με τους τρέχοντες οικονομικούς και πολιτικούς όρους, δεν είναι παρά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της πολιτικής κυριαρχίας και απέχει πολύ από το να θεωρείται δείγμα χειραφέτησης (όπως παρουσιάστηκε).

Δεν έλειψαν γενικώς μέσα στο διήμερο οι παρουσιάσεις που αναλώθηκαν σε ισοπεδωτικές (και ανιαρές επιπλέον) «μανατζερίστικες» υπεραπλουστεύσεις και κοινοτοπίες. Mία από αυτές ήταν κατά τη γνώμη μου και η παρουσίαση “Ηack The Bureaucracy”, παρά τον πολλά υποσχόμενο τίτλο.

Με διαφορά ως καλύτερη ξεχωρίζω την παρουσία του Chris Michaels, Digital Director της National Gallery του Λονδίνου, ο οποίος με μια συγκροτημένη ομιλία, χωρίς τη συνοδεία ppt παρουσίασης, τοποθέτησε τουλάχιστον με ευθυκρισία και ειλικρίνεια τη συζήτηση για το μέλλον των μουσείων στο πραγματικό της πλαίσιο, με τους ιστορικούς όρους του σήμερα. Και ανάμεσα στις γραμμές υπονόησε νομίζω ότι και αυτή ακόμη η τάση της κοινωνικής ευαισθησίας δεν είναι παρά ένα ακόμη «προϊόν» διαχειρίσιμο από τα μουσεία σε σχέση με την οικονομική τους επιβίωση εντός του περιβάλλοντος της ευρύτερης πολιτιστικής βιομηχανίας, ενώ αμφισβήτησε τον ρόλο τους ως «φτωχού συγγενή» με οικονομικούς όρους (στη βρετανική πραγματικότητα πάντα). Ήταν δε και ο μόνος που συσχέτισε την εισήγησή του με την θεματική του συνεδρίου (“Disruptions”).

Επίσης, καθώς αυτό το σημείωμα γράφεται μία ημέρα μετά την είδηση της αναθεώρησης του πλαισίου υπέρ της αύξησης των ωρών εργασίας στην Αυστρία, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ όσα ακούστηκαν στο MuseumNext και σε σχέση με τις συγκλονιστικές εξελίξεις στο πεδίο της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης – μια πραγματικότητα βέβαια που θα δημιουργήσει νέες στρατιές ανέργων. Η διαχείρισή της προφανώς για το κοινό καλό και προς όφελος ή όχι των ανθρώπων είναι ξεκάθαρα πολιτική απόφαση.

Θα πρέπει σίγουρα ακόμη να πω ότι οι συμμετέχοντες στο MuseumNext είχαμε και μια εξαιρετική πρώτη μέρα με ελεύθερο πρόγραμμα για επισκέψεις σε προτεινόμενες εκθέσεις που «τρέχουν» αυτό το διάστημα στο Λονδίνο. Δεν θα απαριθμήσω εδώ όσα ενδιαφέροντα είδαμε –είναι άλλη συζήτηση, που μπορούμε να κάνουμε με επιμέρους παρουσιάσεις στο πλαίσιο του Δικτύου Επαγγελματιών Μουσείων–, θα σταθώ περισσότερο στο γεγονός ότι αυτές τις επισκέψεις τις κάναμε σε ομάδες η σύνθεση των οποίων άλλαζε τυχαία, οπότε μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουμε –σε ενδιάμεσα διαλείμματα/γεύματα/βόλτες/δείπνα/πρωινά– σχεδόν όλοι με όλους αυτά που είδαμε και μας απασχόλησαν.

Εξαιρετική ήταν και η ιδέα του British Council να συγκεντρωθούμε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του συνεδρίου η ομάδα των ελλήνων συμμετεχόντων για έναν πρώτο κύκλο συζήτησης-αποτίμησης σε σχέση με όσα είχαμε δει και ακούσει κατά τις τρεις ημέρες του συνεδρίου.

Ειδικότερα τώρα για τους Έλληνες συμμετέχοντες, με έναν τρόπο το MuseumNext επισφράγισε κι έναν πρώτο κύκλο λειτουργίας για το πρόγραμμα Transforming Future Museums και την International Museum Academy. Η συμμετοχή μας σε αυτό, ύστερα από την πρόσκληση του British Council και τη σχετική διαδικασία επιλογής, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (600£ ήταν μόνο το κόστος της συμμετοχής στις εργασίες του συνεδρίου –το σημειώνω εδώ και σε σχέση με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν για την «βιομηχανία» των συνεδρίων στην Βρετανία αλλά και σε σχέση με την οικονομική πλευρά του πολιτιστικού τομέα), ολοκλήρωσε μια πρώτη σειρά ερεθισμάτων, εμπειριών, ανταλλαγών, συζητήσεων και συμπερασμάτων και έδωσε ταυτοχρόνως έμπνευση και ισχυρό κίνητρο για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός επόμενου κύκλου. Όσοι συμμετέχουμε τα τελευταία δύο χρόνια στο πρόγραμμα είτε παρακολουθώντας τα σεμινάρια, είτε διδάσκοντας στα regional hubs, είτε υποστηρίζοντας και τροφοδοτώντας τις εργασίες του Δικτύου, γνωρίζουμε καλά πόσο σημαντικό είναι ότι είχαμε την ευκαιρία να συγκεντρώσουμε γνώσεις και να αναπτύξουμε δεξιότητες γύρω από συγκεκριμένους τομείς της εργασιακής μας καθημερινότητας, πέρα από την επιστημονική μας εξειδίκευση. Περισσότερο σημαντικό είναι όμως ότι έχουμε πετύχει να συγκροτήσουμε μια νέα συλλογικότητα, άνθρωποι που ανά την Ελλάδα διαχειριζόμαστε κοινές προκλήσεις στην επαγγελματική μας καθημερινότητα, θέτουμε παρόμοιους στόχους, εκνευριζόμαστε με τα ίδια πράγματα, και ποτέ πριν δεν είχαμε συγκεντρωθεί ώστε να τα συζητήσουμε, να τα σκεφτούμε και να τα διαχειριστούμε όλα αυτά από κοινού (έστω και σε επίπεδο απλώς εκτόνωσης και συλλογικής ψυχοθεραπείας).

MuseumNextLondon2018

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θα πω ότι χάρηκα ιδιαιτέρως που στο τέλος των εργασιών του συνεδρίου δεν είδα κανέναν/καμία από τους συναδέλφους της ομάδας εκστατικά συγκλονισμένο από τις προτεινόμενες “καινοτομίες”. Αντιθέτως, νομίζω ότι όλοι σταθήκαμε κριτικά απέναντι σε όσα ακούσαμε –διαπίστωση που αποτυπώθηκε και στην συζήτηση/αποτίμηση το απόγευμα της τρίτης ημέρας με τους ευρισκόμενους στο Λονδίνο συνεργάτες του British Council. Αξιολογώ θετικά αυτή τη στάση μας, όπως τουλάχιστον την διαισθάνθηκα, όχι από μπλαζέ άποψη αλλά γιατί καταδεικνύει μια διάθεση υπέρβασης των επιδερμικών προσεγγίσεων σε ό,τι αφορά την πολιτισμική και κοινωνική (πολιτική) σημασία της διαχείρισης των δεδομένων.

Εννοώ πως θα πρέπει να σκεφτεί κανείς σοβαρά τους κινδύνους πίσω από τα αιτήματα της συμμετοχικότητας (πριν ενθουσιωδώς τα ασπαστεί) και να αναρωτηθεί για την παγίδα της επίτευξης μιας συναισθηματικής δικαίωσης μόνο (στο όνομα ακριβώς της συμμετοχικότητας) χωρίς στέρεα επιχειρήματα. Αντίστοιχα και σε σχέση με την διεκδίκηση των δικαιωμάτων επιμέρους κοινωνικών ομάδων: μήπως εμμέσως η εξαντλητική αυτή κατηγοριοποίηση, η ανάδειξη επιμέρους κοινωνικών ταυτοτήτων, καταλήγει σε μια αντίστροφη, πολιτικώς ορθή, γκετοποίηση και στην πραγμάτωση εντέλει μιας ελεγχόμενης και προδιαγεγραμμένης μόνο ελευθερίας;

Η υπόθεση της συμμετοχικότητας είναι σημαντική (και) για τα μουσεία και δεν θα πρέπει να χαθεί μέσα σε μια εύκολη συνθηματολογία και τάσεις «της μόδας», υποταγμένες σε οικονομικούς και πολιτικούς καιροσκοπισμούς. Οι αντιλήψεις μας για το μουσείο δεν είναι παρά κοινωνικά γεγονότα που υπόκεινται σε μεταβολές ενώ το ίδιο το μουσείο –επίσης μέρος της κοινωνικής πράξης– είναι πεδίο ιεράρχησης αξιών και παραγωγής νοημάτων. Οι ιδέες που ακούστηκαν είχαν σίγουρα ενδιαφέρον, αυτοπαγιδεύονται όμως όσο παραμένουν εγκλωβισμένες σε έναν ανιστόρητο εκλεκτικισμό, χαμένες στο περίφημο μεταμοντέρνο pastiche. Σχεδόν όλες οι ανακοινώσεις που ακούσαμε στο συνέδριο δεν φάνηκε να λαμβάνουν υπόψη τους την ανάδειξη μιας (όποιας) δεδομένης μουσειακής συλλογής και της συγκροτημένης σύνδεσής τους με αυτή. Οι περισσότερες, ενθουσιωδώς μεν ανεπιτυχώς δε, αγωνίζονταν να αποδείξουν ότι οι πρακτικές που προτείνουν καταφέρνουν να υπερβούν το ζήτημα της διάκρισης (ο όρος του Pierre Bourdieu). Συμμετοχικό μουσείο όμως χωρίς μουσείο δεν μπορεί να υπάρξει.

Άννυ Μάλαμα

Δρ Ιστορίας της τέχνης, Επιμελήτρια

Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού