Category Archives: EDITORIAL #5

[*Editorial #5]

ITT05-EXOF_01LOW

EDITORIAL #5

Περιοδικό

Ιστορία της Τέχνης

 

Η χρονιά που διανύουμε, αλλά και η επόμενη, φαίνεται πως είναι σημαντικές για όσους παρακολουθούν τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα σε αυτή την εσχατιά της Βαλκανικής. Η Ελλάδα, και, ας το πούμε ευθέως, η Αθήνα, μοιάζει να «κατακτά» μια νέα θέση στον διεθνή καλλιτεχνικό χάρτη. Να μερικά γεγονότα που το δείχνουν: η Μαρίνα Αμπράμοβιτς φιλοξενήθηκε στο Μπενάκη της Πειραιώς (μια συνεργασία του Ιδρύματός της, ΜΑΙ, και του γνωστού μας ΝΕΟΝ) και ο Άι Γουέι-Γουέι, παρουσιάζει τη δουλειά του στο Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης. Η documenta 14 (2017) έχει αρχίσει επίσης να κάνει αισθητή την παρουσία της στην πρωτεύουσα μέσω της παραγωγής ενός περιοδικού (South as a state of mind)[1] και, επιπλέον, μέσω της συνεργασίας του θεσμού με την ΑΣΚΤ[2]. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό το αιφνίδιο ενδιαφέρον του «κόσμου της σύγχρονης τέχνης» για μια χώρα που βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στο μάτι του κυκλώνα της αποκαλούμενης οικονομικής κρίσης;

Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι καινούριο. Επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε εστίες κρίσης, τα θεσμικά συστήματα της σύγχρονης τέχνης προσεγγίζουν τη χειμαζόμενη περιφέρεια, μετατρέποντάς την, αιφνιδίως, σε κέντρο. Το Λάγος αποτελούσε, για παράδειγμα, μια τέτοια εστία για την Documenta 11, το 2002. Η τέχνη μοιάζει να τίθεται στην υπηρεσία της ελπίδας, όπως, περίπου, δήλωσε ο Άι Γουέι-Γουέι (προς τον οποίο στράφηκαν τα φώτα της δημοσιότητας) κρατώντας για λίγο μέσα στο ψιλόβροχο της Ειδομένης την πλαστική τέντα που κάλυψε το λευκό πιάνο επί του οποίου εξάσκησε τις (στοιχειώδεις) μουσικές της ικανότητες μια νεαρή κοπέλα από τη Συρία (πριν βυθιστεί και πάλι, σε αντίθεση με τον καλλιτέχνη, στο έρεβος της προηγούμενης ανωνυμίας της). Από την άλλη, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς προσέφερε στους κατοίκους της Αθήνας που συνέρρευσαν στο Μουσείο Μπενάκη, μια πιο προσωπική λύση με αντίστοιχη πρόθεση, προς όσους επιθυμούσαν να μυηθούν στην μέθοδό της. Ταυτοχρόνως, μέσω μιας παραλλαγής του καλλιτεχνικού είδους που η Claire Bishop έχει αποκαλέσει «περφόρμανς κατ’ εξουσιοδότηση» (delegated performance), επιλεγμένοι επαγγελματίες καλλιτέχνες, κυρίως χορογράφοι, μουσικοί ή αρχιτέκτονες και δευτερευόντως εικαστικοί, αναμετρήθηκαν με τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας (του χρόνου, της επαναληπτικότητας, της φυσικής και ψυχολογικής αντοχής). Και η documenta 14 διατράνωσε την επιθυμία της να διδαχθεί από την Αθήνα της κρίσης[3] όπως στη δεκαετία του 1970 μπορούσε κανείς να διδαχθεί από το Λας Βέγκας, τη «μη-πόλη» των πάρκινγκ, των μπαρ και των καζίνο[4].

Είναι αλήθεια πως η τριπλή κριτική ματιά που συνέχει ό,τι περιγράφεται εδώ, ‒ο Άι Γουέι Γουέι διαχειρίζεται ένα συλλογικό ζήτημα, το προσφυγικό, η Αμπράμοβιτς ένα ατομικό, τη ριζική αλλαγή του εαυτού μας, η documenta επαναπροσδιορίζει τον άξονα των ηγεμονικών σχέσεων οι οποίες καθορίζουν και τη συλλογική και την ατομική μας ύπαρξη‒, όλα αυτά ανάγονται στα πράγματι ριζοσπαστικά αιτήματα των καλλιτεχνικών ομάδων του τέλους της δεκαετίας του ’60. Η χρεωκοπημένη «μοντερνιστική» θεωρία του Greenberg στις ΗΠΑ και η θεσμοποιημένη πλέον ευρωπαϊκή πρωτοπορία δεν ήταν εκ των πραγμάτων σε θέση να συγχρονιστούν με το ιστορικό περιβάλλον του όψιμου μεταπολέμου. Στο χώρο των εικαστικών τεχνών, αυτή η κριτική συνδέθηκε με μια σημαίνουσα μετατόπιση: την αποστασιοποίηση από την οπτική μορφοποίηση του κόσμου, έτσι όπως την ενσάρκωνε κυρίως η ζωγραφική, προς όφελος «πολυαισθητηριακών» τρόπων πρόσληψης της πραγματικότητας. Η ανάδυση νέων καλλιτεχνικών μορφών, όπως, ας πούμε, η «εγκατάσταση» ή η ανάκτησή, με νέα ορμή, παλαιότερων, όπως η περφόρμανς, συμπυκνώνει παραδειγματικά αυτή τη μετατόπιση. Όσοι σήμερα ασκούν την τέχνη τους στη δυστοπία της ελληνικής πραγματικότητας εντάσσονται αναμφίβολα σε τούτη την παράδοση: η Αμπράμοβιτς (γεν. 1946) ως ιστορική πρωταγωνίστρια, ο Άι Γουέι Γουέι (γεν. 1957) ως επιφανής επίγονος, οι επιμελητές της documenta (ιδρύθηκε το 1955) ως κληρονόμοι των νέων επιμελητικών αντιλήψεων που εισήγαγαν άνθρωποι όπως ο Harald Szeemann.

Ωστόσο ούτε το σημερινό ιστορικό περιβάλλον είναι ίδιο, μισόν σχεδόν αιώνα μετά τον Μάη του ’68. Τότε, διακυβεύονταν πιθανώς ακόμη το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των φορέων μιας ριζικής αλλαγής, από τη μια, και όσων αντιλαμβάνονταν την επαπειλούμενη ρήξη με όρους αναζωογονητικού εκσυγχρονισμού, από την άλλη. Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν σαφή: στο πεδίο της τέχνης οι νέες μορφές έκφρασης όχι μόνο δεν διέρρηξαν τη σχέση τους με το μονοδιάστατο καθεστώς της οπτικότητας ‒που εκλαμβάνονταν ως καθεστώς παθητικής κυριαρχίας‒ αλλά, αντιθέτως, το επανέφεραν αναζωογονημένο ως θέαμα. Αυτή η θεαματική μορφή δεν περιορίζεται απλώς στην αέναη διάχυση των αναπαραστάσεων ενός καλλιτεχνικού γεγονότος μέσω των ΜΜΕ. Φυσικά ισχύει και αυτό. Για παράδειγμα, η παρέμβαση του Άι Γουέι Γουέι στην Ειδομένη έγινε αντιληπτή διαμεσολαβημένα καθώς αναμεταδόθηκε από ένα παγκόσμιο δίκτυο εικόνων: ελάχιστοι βίωσαν το γεγονός (οι παρόντες πρόσφυγες ας πούμε, όχι πάνω από 10 ή 20) και χιλιάδες το προσέλαβαν ως οπτική αναπαράσταση.

Η θεαματική λειτουργία της τέχνης αποκτά πλέον πολύ πιο σύνθετο χαρακτήρα. Οι επισκέπτες της έκθεσης της Αμπράμοβιτς σαφώς και βίωσαν την ίδια την εμπειρία της επίσκεψης και όχι την οπτική της αναπαράσταση, μια και εδώ τα ΜΜΕ δεν αναμετάδωσαν το εκθεσιακό γεγονός, όπως στην περίπτωση του Άι Γουέι Γουέι, αλλά, απλώς, το γνωστοποίησαν ευρέως. Φυσικά, για πολλούς επισκέπτες, η εικόνα της Αμπράμοβιτς είχε προηγηθεί της ίδιας. Όμως στο Μουσείο Μπενάκη, την αναπαραστατική λειτουργία, δηλαδή την πρόσληψη ενός γεγονότος μέσω μιας διαμεσολαβημένης παρουσίασης, δεν την ανέλαβαν οι εικόνες αλλά ο ίδιος ο θεσμός: τα φυλλάδια που διανέμονταν επί τόπου, οι ακριβείς οδηγίες επίσκεψης, η τήρηση της σειράς προτεραιότητας και των ωραρίων, η συμπλήρωση προσχεδιασμένων ερωτηματολογίων, η πληθώρα των εθελοντών και των εργαζομένων, πρόθυμων πάντοτε να κατευθύνουν και να εξηγήσουν. Η συλλογιστική των μεγάλων εκθέσεων πλέον, αναπαράγει όλο και με μεγαλύτερη πιστότητα τις συνθήκες της πειθαρχημένης εργασίας όπου τα πάντα λειτουργούν ελεγχόμενα. Μα και η ίδια η λογική της συγκεκριμένης έκθεσης εμπεριείχε σαφώς μια αναπαραστατική ‒δηλαδή μια θεαματική‒ παράμετρο ειδικά στην περίπτωση των λεγόμενων reperformances, στην επανάληψη δηλαδή, με άλλους πρωταγωνιστές, ιστορικών επιτελέσεων της Αμπράμοβιτς, εντός του Μουσείου Μπενάκη. Η διάλυση της διαφοράς μεταξύ της καλλιτεχνικής πράξης και της αναπαράστασής της, αποτέλεσε έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της περφόρμανς, τουλάχιστον στην εκδοχή που θεμελίωσε η ίδια η Αμπράμοβιτς. Στη reperformance το ιστορικό γεγονός της αρχικής παράστασης μετατρέπεται σε απλό καλλιτεχνικό αντικείμενο προς θέαση, κάτι σαν ζωγραφικός πίνακας με ζωντανούς πρωταγωνιστές. Και ο επισκέπτης περιπίπτει έτσι ευθέως στην κατάσταση από την οποία η περφόρμανς θέλησε, κάποτε, να τον «απελευθερώσει»: στην κατάσταση του ‒παραδοσιακού‒ παθητικού θεατή.

Ο Άι Γουέι Γουέι, η Αμπράμοβιτς, η documenta δημιουργούν στην Αθήνα αναπαραστάσεις του προσφυγικού δράματος, των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης, της νότιας πνευματικής συνθήκης. Κι όλα αυτά, μέσα από περίπλοκα δίκτυα όπου η τέχνη κυκλοφορεί ως γεγονός και ως κατάσταση. Οι εκθέσεις μοιάζουν όλο και περισσότερο με συζητήσεις και με συνέδρια, τα έργα τα αναζητά κανείς σε παράδοξους χώρους. Ο άυλος λόγος της τέχνης, οξύς και ακραίος, καταλαμβάνει όλες τις όψεις την καθημερινότητας, από τις πλέον επίσημες (ακαδημίες, μουσεία, πανεπιστήμια) έως τις πιο δυσλειτουργικές (εγκαταλελειμμένα κτήρια, φτωχογειτονιές, καταυλισμούς) ακυρώνοντας «δημοκρατικά» οποιαδήποτε διάκριση. Στην πράξη ωστόσο, μήπως εντέλει είναι ο κυρίαρχος θεσμικός λόγος που εισβάλει παντού αδιακρίτως μετατρέποντας την τέχνη σε ό,τι ο Benjamin Buchloh έχει αποκαλέσει «αισθητική της διαχείρισης»; Σε αυτό το πεδίο οι εικόνες πλέουν ελεύθερα και συνυπάρχουν εξίσου αρμονικά, μετατρέποντας τη δυστοπία της κρίσης σε ευτοπία της ελπίδας. Εδώ όμως ο ιστορικός χρόνος δεν διαρκεί πολύ: όσο ένα δελτίο ειδήσεων ή, στην καλύτερη περίπτωση, όσο μια περιοδική έκθεση[5].

 

Νίκος Δασκαλοθανάσης

 

[1] Το περιοδικό ‒το οποίο λειτουργεί προσωρινά ως το περιοδικό της documenta 14‒ εκδίδεται από το 2012 στην Αθήνα από την Dyo Deka ekdotiki, με διευθύντρια Σύνταξης τη Μαρίνα Φωκίδη.

[2] Βλ. ενδεικτικά, http://www.dasta.asfa.gr/frontend/new.php?aid=1333&cid=82 (πρόσβαση: 17/4/2016).

[3] Learning From Athens είναι πράγματι ο προγραμματικός τίτλος της documenta 14.

[4] Ο συνειρμός με τον προγραμματικό επίσης τίτλο του βιβλίου των Robert Venturi ‒ Denise Scott Brown ‒ Steven Izenour, Learning from Las Vegas, Κέιμπριτζ (ΜΑ), The MIT Press, 1977 (1972) είναι και αναπόφευκτος και, προφανώς, ηθελημένος.

[5] Θα ήθελα εδώ να επισημάνω μια αβλεψία του #4: το κείμενο που αφορά τον Walter Benjamin (Otto Karl Werkmeister, «Όχι άλλο Benjamin! Η νέα έκδοση του δοκιμίου του Walter Benjamin: ‘Το έργο τέχνης την εποχή της δυνατότητας της τεχνικής του αναπαραγωγής’», Ιστορία της τέχνης, 4, Καλοκαίρι 2005, σσ. 109-117), μετέφρασε από τα αγγλικά η Τιτίνα Κορνέζου.