Tag Archives: #nationalmuseums

[*EDITORIAL #8]

ITT08-EXOF_F

EDITORIAL #8

Περιοδικό

Ιστορία της Τέχνης

Εάν επιθυμούσε κανείς να συγκρατήσει κάτι από την «περί τεχνών» ελληνική επικαιρότητα του 2019 αυτό θα ήταν δίχως άλλο το ναυάγιο του διαγωνισμού για την επιλογή νέου διευθυντή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Μεταξύ επιχειρημάτων που κυμαίνονται από την απουσία τυπικών προσόντων έως την επίκληση της ανάγκης παρέλευσης χρόνου προκειμένου να αφομοιωθεί στη χώρα μας η «κουλτούρα των προκηρύξεων», απορρίφθηκαν από την ορισμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού (και αθλητισμού) πενταμελή επιτροπή εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών και οι 16 υποψήφιοι (και μια δέκατη έβδομη ομαδική υποψηφιότητα) ενώ σχεδιάστηκε νέος, διεθνής αυτή τη φορά, διαγωνισμός καθώς προφανώς θεωρήθηκε ότι εκτός Ελλάδας η κατοχή Lower είναι τρέχουσα και η πίστη στο αδιάβλητο των θεσμικών επιλογών κατοχυρωμένη. Πιθανόν. Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι οι περιπέτειες του πολύπαθου ΕΜΣΤ, απηχούν κυρίως ενδοθεσμικές αντιπαραθέσεις, εντελώς χαρακτηριστικές της διαδικασίας εκσυγχρονισμού των περιφερειακών χωρών στο περιβάλλον της παγκοσμοιοποιημένης οικονομίας.

Ωστόσο, οι ένθεν και ένθεν θέσεις που διατυπώθηκαν, είναι εξίσου ενδεικτικές και μιας άλλης παραμέτρου: της απουσίας συστηματικής συζήτησης στη χώρα μας για το τι ακριβώς είναι η σύγχρονη τέχνη. Αρκεί απλώς να κοιτάξει κανείς την ονομασία του εν λόγω Μουσείου που αυτοχαρακτηρίζεται «Εθνικό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θεωρία η οποία έχει το έθνος ως σημείο αναφοράς δεν συνδέεται με τη σύγχρονη αλλά με τη μοντέρνα τέχνη που γεννήθηκε εξάλλου ‒ακόμη και ως «διεθνιστική»‒ εντός του ορίζοντα του έθνους-κράτους. Αντιθέτως, η κυρίαρχη θεωρία για τη σύγχρονη τέχνη επιχειρεί συνειδητά να την αποσυνδέσει από την έννοια του έθνους και να τη διαχειριστεί με όρους «παγκοσμιοποίησης». Γι’ αυτό ακριβώς ενώ συναντάμε πολλές «Εθνικές Πινακοθήκες» (που συχνά λειτουργούν και ως μουσεία μοντέρνας τέχνης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη National Gallery of Art της Ουάσιγκτον αλλά, βεβαίως, και την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας) μα και, ευθέως, «Εθνικές Πινακοθήκες Μοντέρνας Τέχνης» (για παράδειγμα η Galleria Nazionale d’Arte Moderna της Ρώμης ή η Scottish National Gallery of Modern Art του Εδιμβούργου) σπανίζουν τα αφιερωμένα στη σύγχρονη τέχνη ιδρύματα όπου στον τίτλο τους γίνεται αναφορά στην έννοια του έθνους. Τα μόνα παραδείγματα που γνωρίζω είναι το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της νότιας Κορέας, με έδρα τη Σεούλ, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ρουμανίας, στο Βουκουρέστι και, φυσικά, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας. Και τούτο δεν είναι βεβαίως τυχαίο.

Η Ελλάδα, και πόσω μάλλον η Ρουμανία, είναι κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που έχουν υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες (με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κατ’ επέκταση κόστος ‒ το γνωρίζουμε πλέον καλά) έναν βίαιο εκσυγχρονισμό μέρος του οποίου αποτελεί και η ίδρυση «σύγχρονων» πολιτιστικών θεσμών. Η νότια Κορέα, από την άλλη, τεκμηριώνει με εύγλωττο τρόπο το παράδειγμα μιας χώρας με εντελώς διαφορετική παράδοση που «δυτικοποιήθηκε» με εντατικότατο ρυθμό μετά τον οριστικό περιορισμό της –το 1953, έτος λήξης του «διεθνοποιημένου» εμφυλίου– νοτίως του 38ου παραλλήλου. Η σύνδεση λοιπόν σε αυτές τις χώρες, της σύγχρονης τέχνης με τον πολύσημο όρο «εθνικό» απηχεί παραδειγματικά όψεις μιας παραμόρφωσης που εδράζεται στην στρεβλή αφομοίωση του «πολιτιστικού» εκσυγχρονισμού. Ειδικά στην Ελλάδα (και προφανώς, ίσως και προφανέστερα, στη Ρουμανία) ο όρος «εθνικό» –ως τμήμα ονομασίας ενός μουσείου αφιερωμένου στη σύγχρονη τέχνη– αποτελεί ένδειξη σαφούς αναχρονισμού: όχι μόνο παραπέμπει σε μια «κοινότητα» (το έθνος) την ύπαρξη της οποίας ο ίδιος ο θεσμός –ακολουθώντας τη διεθνή σχετική μουσειακή πρακτική– μοιάζει πλέον να μην αναγνωρίζει αλλά υπονοεί επίσης την επίκληση της καταλυτικής παρουσίας της κρατικής αιγίδας. Το ίδιο ισχύει a fortiori για το έτερο, «αδελφό» μουσείο με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που συνεχίζει να φέρει τον ακόμη αναχρονιστικότερο τίτλο «Κρατικό», Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) και που έχει συγκροτηθεί με πυρήνα μια σημαντική συλλογή, τη συλλογή Κωστάκη η οποία ωστόσο, παρεμπιπτόντως, αφορά με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη μοντέρνα και όχι τη σύγχρονη τέχνη. Ίσως οφείλεται σε άγνοια αλλά δεν έχω υπόψη μου άλλο ίδρυμα σύγχρονης τέχνης στον κόσμο με παρόμοια ονομασία η επιλογή της οποίας θα μπορούσε πιθανώς να συσχετιστεί με την γειτνίαση της βόρειας Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες του αλήστου μνήμης «κρατικολάγνου» υπαρκτού σοσιαλισμού. Στην όψιμη συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος οφείλεται πιθανώς και η πρόσφατη μετονομασία του ΚΜΣΤ σε ΜΟΜus – Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης – Συλλογή Κωστάκη (ωστόσο στην ιστοσελίδα του και στην ηλεκτρονική του διεύθυνση συνεχίζει θριαμβευτικά και αμετανόητα να εμφανίζεται ως Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Οι περιπέτειες των μουσείων σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα δείχνουν λοιπόν με διαυγή τρόπο το πώς οι πραγματικές περιστάσεις διαπλέκουν τις αναχρονιστικές με τις εκσυγχρονιστικές προθέσεις καταλήγοντας, μοιραία, σε αδιέξοδο.

Ας έρθουμε τώρα στο ανά χείρας τεύχος. Με δύο ακόμη κείμενα που δεν παρουσιάζονται σε ξεχωριστό corpus αλλά διασπείρονται σε διαφορετικά τμήματα της ύλης του περιοδικού, ολοκληρώνεται το αφιέρωμα που ξεκίνησε στο προηγούμενο τεύχος (#7, 2018) και είχε ως θέμα την ιστορία της τέχνης και τη θεωρία της εικόνας: το πρώτο κείμενο (1992) είναι προγραμματικό και μας εισάγει στην πολιτική εικονογραφία έτσι όπως στην μεταπολεμική ‒και στην «μετά την πτώση του τείχους»‒ Γερμανία, συνεχίζει (αλλά και ανανεώνει) την παράδοση του Aby Warburg. Tο δεύτερο κείμενο παραθέτει καταρχάς τα συμφραζόμενα της συγκρότησης της πολιτικής εικονογραφίας (το πρώτο μέρος του μπορεί λοιπόν να αναγνωσθεί και ως εισαγωγικό του προγραμματικού κειμένου που μόλις προηγήθηκε) και κατόπιν, στο κύριο μέρος του, παρουσιάζει μια πρωτότυπη «εφαρμογή» της μεθόδου. Ανεξαρτήτως των διαφορών που παρουσιάζει το σύνολο των κειμένων του αφιερώματος, η κοινή τους έμφαση στην ιστορική ανάλυση των εικόνων τα συναρτά αναπόδραστα με την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης.

Στη συνέχεια, θα ήθελα να επισημάνω την έκδοση τριών βιβλίων που εμφανίστηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα και αφορούν έμμεσα ή άμεσα την ιστορία της τέχνης. Ας αρχίσουμε από αυτά που την αφορούν έμμεσα. Πρόκειται, κατά πρώτον, για το βιβλίο του Jean-Marc Mandosio, Μισέλ Φουκώ, η μακροημέρευση μιας απάτης / Φουκώφιλοι και φουκωλάτρες, μτφρ. Γιώργος Παπαδόπουλος ‒ Νίκος Ν. Μάλλιαρης, Αθήνα, εκδόσεις Μάγμα (πολιτικό δοκίμιο 3), 2019. Τα δυο κείμενα που περιλαμβάνει το βιβλίο δημοσιεύθηκαν, το πρώτο το 2007 και το δεύτερο το 2009. Η καθολική αποδοχή που απολαμβάνει ο Foucault (στα ελληνικά έχουν εκδοθεί και συνεχίζουν να εκδίδονται τα σημαντικότερα έργα του, με πιο πρόσφατο τον τέταρτο τόμο της Θεωρίας της σεξουαλικότητας ο οποίος τυπώθηκε στα γαλλικά post mortem μόλις το 2018 ‒ ελλ. υπότιτλος Οι ομολογίες της σάρκας, μτφρ. Θανάσης Λάγιος, Αθήνα, Πλέθρον, 2019) κάνει πάντοτε ενδιαφέρουσα την κριτική αποτίμηση της συνεισφοράς του φιλοσόφου υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η αποτίμηση είναι και νηφάλια και τεκμηριωμένη. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, θα έλεγα εντελώς πρόχειρα ότι ο Jean-Marc Mandosio αποτυγχάνει στο πρώτο αλλά επιτυγχάνει στο δεύτερο. Η απουσία νηφαλιότητας ίσως μπορεί να ερμηνευθεί και με βάση τις δυσκολίες που ο συγγραφέας συνάντησε, όπως εξηγεί στο ειδικά για την ελληνική έκδοση συνταγμένο επίμετρο, κατά την προσπάθειά του να δημοσιεύσει το «εικονοκλαστικό» του κείμενο. Η τεκμηριωμένη του προσέγγιση τώρα, προέρχεται αναμφίβολα από την εκπαίδευσή του στη μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία (μπορεί κανείς να παρακολουθήσει διαδικτυακά την ενδιαφέρουσα ομιλία του στο Collège de France, το «άντρο» του Foucault, για την ταυτότητα του Ωραπόλλωνα, του σκοτεινού συγγραφέα των Ιερογλυφικών και την υποδοχή του έργου του από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, https://www.college-de-france.fr/site/jean-luc-fournet/symposium-2018-06-14-12h00.htm). Σε δυο μόνο σημεία θα σταθώ. Η κατάταξη του Foucault από τον Mandosio σε μια παράδοση στοχαστών που εξυμνούν το έγκλημα (σσ. 118-119) αποτελεί ένα μείγμα μικρόνοιας και συντηρητισμού που αδικεί και τον κρινόμενο αλλά και τον κριτή. Από την άλλη, η κατάδειξη του πολιτικού οπορτουνισμού του Foucault καθώς και η επισήμανση του σαθρού ιστορικού εδάφους επί του οποίου στηρίζει κάποτε τα επιχειρήματά του, οφείλουν να προβληματίσουν τους «φουκωλάτρες», για τα φληναφήματα των οποίων, ειρήσθω εν παρόδω, ίσως είναι λάθος να καταδικάζεται ο ίδιος ο φιλόσοφος (σε ό,τι αφορά την ελληνική έκδοση ας επισημανθεί εδώ η ρέουσα γλώσσα της μετάφρασης και η υποδειγματική τεκμηρίωση των υποσημειώσεων που συμπληρώνονται με τη διεξοδική παράθεση των κειμένων τού, και για τον, Foucault τα οποία συναντώνται στην ελληνική γλώσσα). Ίσως έχει ενδιαφέρον, και σταματώ εδώ, το βιβλίο του Mandosio να διαβαστεί σε συνδυασμό με μια παλαιότερη εμπεριστατωμένη ‒και εκτενέστερη‒ μονογραφία του βραζιλιάνου συγγραφέα José Guilherme Merquior, Foucault, μτφρ. Δημήτρης Μέλλος, Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη (στοχαστές του 20ού αιώνα), 2000, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1985. Πρόκειται για ένα βιβλίο που διαθέτει όλες τις αρετές και κανένα από τα ελαττώματα του πονήματος του Mandosio ‒ ας υπογραμμισθεί ωστόσο το γεγονός ότι ο Merquior, που ασκεί εμπεριστατωμένη κριτική στον Foucault, το κάνει ως υπερασπιστής του Διαφωτισμού από την πλευρά της αστικής φιλελεύθερης σκέψης (ο συγγραφέας υπήρξε σύμβουλος του συντηρητικού προέδρου της Βραζιλίας Fernando Collor de Mello στις αρχές της δεκαετίας του 1990, καταδικασμένου πλέον για διαφθορά, ο οποίος επικράτησε του αντιπάλου του, του πάλαι ποτέ σοσιαλιστή, Lula da Silva, που εκτίει επίσης σήμερα ποινή για τον ίδιο λόγο).

Αλλά γιατί ενδιαφέρει ο Foucault (και η κριτική του έργου του) την ιστορία της τέχνης; Στο μέτρο που ο Foucault συγκροτεί μια συνολική θεωρία για τις ανθρωπιστικές επιστήμες (για να ασκήσει κριτική στο ίδιο τους το αντικείμενο, δηλαδή στον άνθρωπο) το ενδιαφέρον αυτό είναι αυτονόητο. Ωστόσο, μπορεί άραγε ο Foucault να θεωρηθεί και ιστορικός τέχνης; Αυτό έχει ισχυριστεί η Catherine M. Soussloff στο κείμενό της με τίτλο “Michel Foucault and the Point of Painting”, Art History, 32, (4), Σεπτ. 2009, σσ. 734-754 (εκτεταμένη εκδοχή: Foucault on Painting, Μινεάπολις, University of Minnesota Press, 2017), με στόχο να εξηγήσει τι σημαίνει να εκλαμβάνει κανείς τον Foucault ως ιστορικό τέχνης. Επιχειρώντας να στηρίξει το «φάσμα» ενός Foucault ειδικευμένου μάλιστα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, η συγγραφέας πραγματοποιεί μια δαιδαλώδη διαδρομή που περιλαμβάνει τους Jean-Paul Sartre, Maurice Merleau-Ponty, Masaccio, Alberti, Valéry, Stendhal, Jean Hippolyte, T. J. Clark, Paul Lefort, Émile Mâle, Henri Focillon ‒ και η «ονοματολογία» μπορεί να συνεχιστεί ad nauseam. Εδώ θα πω μόνο τούτο: διαβάζοντας κανείς παρόμοια κείμενα σκέφτεται ότι μάλλον ορθά η Εταιρεία Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης επέλεξε ως θέμα του έκτου συνεδρίου της που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2019, την «κρίση» και την αλλαγή «παραδείγματος» στην ιστορία της τέχνης.

Οι σκέψεις αυτές μας οδηγούν σε ένα δεύτερο βιβλίο. Πρόκειται για την πάντοτε πολύτιμη μελέτη του Μιχαήλ Λίφσιτς, Η φιλοσοφία της τέχνης του Καρλ Μαρξ, μτφρ. (από την αγγλ. έκδ. του 1976) Μαντώ Γιαννίκου, επίμετρο-επιμέλεια Γιάννης Ιόλαος Μανιάτης, Αθήνα, εκδόσεις Τόπος (Ars Cogitans), 2018 (το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ρωσικά το 1933). Από όσο γνωρίζω, έως τώρα δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει κάποιο βιβλίο που να εκλαμβάνει τον Μαρξ ως ιστορικό τέχνης. Εάν η αντίστοιχη απόπειρα για τον Foucault μπορεί να ερμηνευθεί με βάση το γεγονός ότι ο γάλλος στοχαστής δημοσίευσε τέσσερα, εκτενή, κείμενα για τέσσερις ζωγράφους (Velázquez, Manet, Magritte, Fromanger), κάτι παρόμοιο θα ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο για τον Μαρξ καθώς ο τελευταίος, επί της ουσίας, δεν έγραψε κάτι για τις εικαστικές τέχνες. Βεβαίως και η ανάδυση του Μαρξ ως «θεμελιωτή» μιας φιλοσοφίας της τέχνης που υπήρξε παράλληλη με την παγίωση ενός μονολιθικού προτύπου εξουσίας στην ΕΣΣΔ, θέτει σίγουρα μια σειρά από περίπλοκα ζητήματα. Γιατί εδώ, με αιχμή του δόρατος τον ρεαλισμό, συγκροτήθηκε στο όνομα του Μαρξ μια εξίσου μονολιθική περί τέχνης θεωρία, μια θεωρία την οποία ο Μαρξ είναι κάθε άλλο παρά βέβαιο ότι θα προσυπέγραφε (βλ. χαρακτηριστικά το κείμενο «Α. Α. Ζντάνοφ. Η Σοβιετική Λογοτεχνία είναι η πιο ιδεολογική, η πιο προοδευτική λογοτεχνία στον κόσμο. Λόγος εκφωνηθείς στο πρώτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, 17 Αυγούστου 1934», μτφρ. από τα ρωσικά: Άντα Διάλλα, Ιστορία της τέχνης, 7, καλοκαίρι 2018, σσ. 167-177, ένα κείμενο που έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί παράλληλα με το κείμενο του Τρότσκι που δημοσιεύεται στο ανά χείρας τεύχος). Ο «αντιμοντερνιστής» Λίφσιτς (1905-1983), ο οποίος συνεργάστηκε στενά με τον Λούκατς κατά τη διάρκεια της παραμονής του δεύτερου στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας 1930 και εξέδωσαν από κοινού τα πρώιμα φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ αλλά και το περιοδικό Λογοτεχνική κριτική που είχε την έγκριση του ίδιου του Στάλιν, υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της θεωρίας. Η μεγάλη αξία του βιβλίου του Μιχαήλ Λίφσιτς ωστόσο έγκειται στο ότι με πληρότητα και σαφήνεια εντοπίζει και ερμηνεύει όσα ο Μαρξ στοχάστηκε γύρω από τη σχέση της τέχνης, ως στοιχείου του εποικοδομήματος, από τη μια, και των υλικών συνθηκών παραγωγής της, από την άλλη. Είναι αναμφίβολο ότι η μελέτη του Λίφσιτς αποτέλεσε τη βάση για μια ογκώδη σχετική μεταγενέστερη βιβλιογραφία που, χωρίς συχνά να τον μνημονεύει, απέχει παρασάγγας από τη διαύγεια του λόγου του. Κι ο λόγος αυτός είναι βέβαιο ότι μας αφορά καθώς, εκτός των άλλων, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η σκέψη του Μαρξ που ο Λίφσιτς ανασυγκροτεί (συχνά από σπαράγματα) γέννησε ένα ολόκληρο ιστοριογραφικό και μεθοδολογικό ρεύμα, τη λεγόμενη μαρξιστική ιστορία της τέχνης. Σε αυτό το πεδίο, το, δυστυχώς, μη μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Νίκου Χατζηνικολάου, Histoire de l’art et lutte des classes, Παρίσι, F. Maspero, 1973, διεκδικεί, δικαίως, την άλω του κλασικού.

Το τρίτο βιβλίο, που αφορά πλέον εντελώς τα καθ’ ημάς, έχει ως τίτλο Art History in Greece. Selected Essays, επιμέλεια: Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Αθήνα, εκδόσεις Μέλισσα, 2018. Το βιβλίο συγκεντρώνει έξι δοκίμια που αφορούν τη συγκρότηση της ιστορίας της τέχνης και την κατάσταση της έρευνας στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα (ορισμένα από τα κείμενα έχουν ήδη δημοσιευθεί προηγουμένως στα ελληνικά) καθώς έχει ως κύριο στόχο να αποτελέσει ένα πρώτο σημείο αναφοράς για ένα διεθνές κοινό που θα ήθελε να πληροφορηθεί για τις εξελίξεις του πεδίου της ιστορίας της τέχνης εντός των ελληνικών συνόρων. Δεν θα μπορούσε βεβαίως κανείς να ισχυριστεί ότι το βιβλίο απαντά ‒ή ότι έχει ως στόχο να απαντήσει‒ στο περίπλοκο ερώτημα που αφορά τη θέση της ιστορίας της τέχνης που παράγεται στην Ελλάδα, στον διεθνή χώρο. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα ‒ή, έστω, η σκιαγράφηση μιας απάντησης‒ συνδέεται αναπόδραστα, για άλλη μια φορά, με τη σχέση κέντρου-περιφέρειας και απαιτεί ευρύτερες τοποθετήσεις. Ενδεικτικό εδώ είναι το γεγονός ότι για να δημοσιοποιηθεί διεθνώς η δραστηριότητα των ιστορικών τέχνης που ενεργοποιούνται στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να παρακαμφθεί η «τυραννία» της αγγλικής γλώσσας ‒ παρότι το παρόν ανθολόγιο εκδόθηκε με αφορμή το Festival de l’Histoire de l’Art 2018 (με τιμώμενη τη χώρα μας) το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Fontainebleau (δηλαδή σε γαλλικό έδαφος με «βαριά» κληρονομία). Πάντως εντός ή εκτός Ελλάδας, η ιστοριογραφική έρευνα γύρω από την ιστορία της τέχνης αποτελεί ένα πεδίο αυτογνωσίας για την ίδια μας την επιστήμη (science) ‒ έστω κι εάν ο Foucault θα διαφωνούσε με τον τελευταίο όρο καθώς δεν εκλαμβάνει τις ανθρωπιστικές σπουδές ως επιστήμες. Το πρώτο μας συνέδριο έδειξε, ορθά, το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση [βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος ‒ Νίκος Χατζηνικολάου (επιμ.), Η ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα (Πρακτικά Α´ Συνεδρίου ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 6-8 Οκτωβρίου 2000), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003]. Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο Art History in Greece. Selected Essays προσγράφεται στην άοκνη δραστηριότητα του παρόντος ΔΣ της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης (ΕΕΙΤ) που είχε την πρωτοβουλία της έκδοσης στο πλαίσιο των ενεργειών της για τη σύνδεση της ιστορίας της τέχνης στην Ελλάδα με ένα διεθνές περιβάλλον: η ΕΕΙΤ αποτελεί εκ νέου ένα από τα 40 μέλη της Comité International d’Histoire de l’Art (CIHA) ‒μια ιδιότητα που είχε ανασταλεί λόγω οικονομικής δυσπραγίας‒ και είναι πλέον affiliated society της College Art Association of America (CAA).

Τέλος, μια οφειλόμενη διόρθωση για το προηγούμενο τεύχος (#7). Στο κείμενο της Λίας Γυιόκα, «Σημειώσεις για την Bildwissenschaft» (σσ. 8-23), ο «δαίμων του τυπογραφείου» συνέπτυξε δύο σημειώσεις σε μία με το εξής (δυσάρεστο) αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την αντιστοιχία εκθέτη και σημείωσης: έως τη σημείωση 28 δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Από τον εκθέτη 29 και εξής ωστόσο για να υπάρξει ορθή αντιστοίχηση μεταξύ εκθέτη και σημείωσης ο αναγνώστης θα πρέπει να κάνει το εξής: να μη λάβει καθόλου υπόψη τον εκθέτη 29 (να θεωρήσει δηλαδή ότι δεν παραπέμπει σε κάποια σημείωση) και στο εξής, αρχής γενομένης από τον εκθέτη 30, να παραπέμπεται στην σημείωση με τον αμέσως προηγούμενο αριθμό: δηλαδή ο εκθέτης 30 να παραπέμπει στη σημείωση 29, ο εκθέτης 31 στη σημείωση 30, ο 32 στην 31 κοκ. (και, τελικώς ο εκθέτης 53 στη σημείωση 52). Η Σύνταξη ζητά συγγνώμη από τη συγγραφέα και τους αναγνώστες: Qui sine peccato est vestrum, primus […] lapidem mittat!

Νίκος Δασκαλοθανάσης